δεκάζομαι

δεκάζομαι
δεκάζομαι, δεκάστηκα, δεκασμένος βλ. πίν. 36

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταρχαιρεσιάζω — (Α) 1. νικώ κάποιον στις εκλογές, ιδίως με άνομα μέσα 2. παθ. καταρχαιρεσιάζομαι διαφθείρομαι με δώρα, δεκάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀρχαιρεσιάζω (< ἀρχαιρεσία «συνέλευση για εκλογή αρχών»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”